- σκυβαλισμός
- ὁ, Α [σκυβαλίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυβαλίζω, υβριστική συμπεριφορά, απόρριψη με περιφρόνηση («προφανὲς ἦν ὅτι διὰ τὸν σκυβαλισμὸν τοῡτον oἱ μὲν τοῡ βασιλέως σύμμαχοι ταπεινωθήσονται πάντες», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.